πηλῶν

πηλῶν
πηλός
clay
masc/fem gen pl
πηλόω
coat
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
πηλόω
coat
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
πηλόω
coat
pres part act masc nom sg
πηλόω
coat
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ντελίλ, Λεοπόλντ Βικτόρ — (Leopold Victor Delisle, 1826 – 1910). Γάλλος βιβλιογράφος, παλαιογράφος και ιστορικός. Ασχολήθηκε με τη μελέτη των πηλών της γαλλικής ιστορίας –και ιδίως της νορμανδικής– και διeτέλεσε βοηθός στο τμήμα χειρογράφων της Εθνικής βιβλιοθήκης του… …   Dictionary of Greek

  • Πικέρμι — Οικισμός της Αττικής, στις νότιες υπώρειες της Πεντέλης, από την περιοχή του οποίου προέρχονται σπουδαία παλαιοντολογικά ευρήματα, γνωστά ως πικερμική πανίδα. Υπάγεται στη νομαρχία Ανατολικής Αττικής, του νομού Αττικής. Κατά τη διάρκεια της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”